- ξετύλιγμα
- το [ξετυλίγω]η διάλυση τής περιτύλιξης ή συσκευασίας ενός πράγματος τυλιγμένου, το ξεδίπλωμα, το ξεκουθάριασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξετύλιγμα — το, ατος ξεδίπλωμα, ξεκουβάριασμα, άπλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… … Dictionary of Greek
ανάλυμα — το [αναλύω] 1. διάλυση, λειώσιμο 2. μαλάκωμα κάποιου πράγματος με νερό, χύλωμα 3. ξετύλιγμα τού νήματος από το αδράχτι … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
ανέλιξη — η (Α ἀνέλιξις) [ανελίσσω] (νεοελλ. αντί του εξέλιξις (θεωρία της ανέλιξης) αρχ. 1. ξετύλιγμα, άπλωμα 2.(για χορό) αραίωση, ανάπτυξη του κύκλου 3. περιοδική επιστροφή, ανακύκληση … Dictionary of Greek
ανεμίδι — Ελαφρός άνεμος· έτσι ονομάζεται επίσης και η ανέμη (βλ. λ.). (Βοτ.) Α. λέγεται το περίβλημα των κόκκων του σιταριού και των οσπρίων, που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα. Τα α. περιέχουν θρεπτικές ουσίες ανώτερες από εκείνες του άχυρου … Dictionary of Greek
εκτύλιξη — η 1. η ενέργεια τού εκτυλίσσω, ξετύλιγμα 2. συνεχής διαδοχή αλληλοεξαρτημένων γεγονότων, ανάπτυξη, εξέλιξη … Dictionary of Greek
εξάπλωση — η (AM ἐξάπλωσις) [εξαπλώνω] άπλωμα, ανάπτυξη, ξετύλιγμα, τέντωμα μσν. νεοελλ. διάδοση («δυσκολεύει τη διάδοση τής σοφίας», Σολωμ.) αρχ. ερμηνεία, διασάφηση, ανάπτυξη … Dictionary of Greek
εξέλιξη — η (AM ἐξέλιξις) 1. ξετύλιγμα, ξεδίπλωμα 2. ανάπτυξη, μετάβαση από απλούστερες μορφές σε άλλες πιο σύνθετες ή ανώτερες νεοελλ. 1. (για φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.) η διαμόρφωση με την πάροδο τού χρόνου 2. (για πρόσ.) επαγγελματική πρόοδος, άνοδος… … Dictionary of Greek
εξελιγμός — ο (AM ἐξελιγμός) [εξελίσσω] (για στρατιωτική παράταξη) ανάπτυξη, ξετύλιγμα («οἱ ἐπὶ τῶν ἵππων ἐξελιγμοί») αρχ. 1. (για λαγό) ελικοειδής κίνηση 2. κίνηση, περιστροφή 3. (για μικρές χρονικές περιόδους που περιλαμβάνουν πλήρη αριθμό συνοδικών μηνών … Dictionary of Greek